- επιτάφιος
- Ιερό χριστιανικό άμφιο από πολύτιμο ύφασμα. Είναι ορθογώνιο και πάνω σε αυτό είναι κεντημένη η εικόνα του Ιησού στον τάφο και γύρω η Θεοτόκος, ο Ιωάννης, οι μυροφόρες και άγγελοι που θρηνούν. Προέρχεται από ένα ιερό άμφιο του 12ου αι., τον αέρα. Από τον 13o αι. και μετά, χρησιμοποιείται μόνο στην ακολουθία του Ε. τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής. Πολλοί Ε., όπως εκείνος της Θεσσαλονίκης, είναι έργα τέχνης.
* * *-α, -ο (AM ἐπιτάφιος, -ον και -ος, -ία, -ον)1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον τάφο, επιτύμβιος («επιτάφια στήλη, πλάκα» κ.λπ.)2. αυτός που αναφέρεται στον ενταφιασμό ή γίνεται κατά την ταφή, προς τιμή τού νεκρού (α. «επιτάφιος λόγος» β. «Θουκυδίδης ἐπιτάφιόν τινα εἶπε τοῑς πρώτοις τοῡ πολέμου ἐκείνου νεκροῑς», Λουκιαν.)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το επιτάφιοεπίγραμμα πάνω στον τάφο2. φρ. «ο επιτάφιος (θρήνος)», η ακολουθία τής κηδεύσεως τού Χριστού που ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευήμσν.- νεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο επιτάφιοςιερό άμφιο με κεντημένη ή ζωγραφισμένη εικόνα τής κηδεύσεως τού Χριστού, που τοποθετείται μέσα σε κουβούκλιο την ημέρα τής Μεγάλης Παρασκευής για προσκύνηση και περιφέρεται στους δρόμους («περιφορά τού επιταφίου»)2. το ίδιο το κουβούκλιο όπου τοποθετείται η εικόνα τής κηδεύσεως τού Χριστού τη Μεγάλη Παρασκευήαρχ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιτάφιαα) κηδεία, επικήδεια τελετήβ) επιτάφιος αγώνας2. φρ. «ἐπιτάφιος σοφιστής» — αυτός που γράφει εγκωμιαστικούς λόγους για νεκρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τάφος].
Dictionary of Greek. 2013.